cavity | |
gen. | κοιλότητα των κυττάρων |
construct. | κοίλωμα δαπέδου |
el. | κυματοπαγίδα ή ηχείο ή κοιλότητα |
industr. construct. chem. | εσωτερική κοιλότης καλουπιού |
market. mater.sc. | κοιλότητα; μήτρα; φιλιέρα |
med. | σπήλαιο; κοιλότης επί της παρειακής επιφανείας του οδόντος συνεπεία τερηδόνας |
oscillator | |
med. | ταλαντωτής |
| |||
κοιλότητα των κυττάρων | |||
κοίλωμα δαπέδου; νεκρό διάστημα δαπέδου | |||
κυματοπαγίδα ή ηχείο ή κοιλότητα | |||
εσωτερική κοιλότης καλουπιού | |||
κοιλότητα; μήτρα; φιλιέρα | |||
κοίλωμα κινητήρα | |||
σπήλαιο; κοιλότης επί της παρειακής επιφανείας του οδόντος συνεπεία τερηδόνας; παθολογική κοιλότης; κοιλότητα (cavitas, cavum); κοίλωμα (cavitas, cavum) | |||
κοιλότης; φυσαλίς σπηλαιώσεως | |||
English thesaurus | |||
| |||
cay | |||
cav. | |||
cav |
cavity: 305 phrases in 22 subjects |