| |||
πλήκτρο (A movable piece on a device that is pressed to activate some function); κουμπί (A movable piece on a device that is pressed to activate some function) | |||
κεφαλή πλήκτρου επαφής | |||
κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο | |||
αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους | |||
διακόπτης μίζας; κομβίο εκκινητή | |||
χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο; υποστήριγμα; πηνίο ραφής; φυμάτιο; οζίδιο; διόγκωση | |||
κουμπί | |||
| |||
πεγιότ | |||
| |||
κόμπιασμα; κούμπωμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
btn; btt (greyhead) | |||
| |||
B |
button: 272 phrases in 28 subjects |