Business | |
comp., MS | Εργασία |
business | |
environ. | επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος; επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος |
executive | |
gen. | εκτελεστική; εκτελεστικό; εκτελεστικός |
busin. labor.org. | στέλεχος επιχείρησης |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
for | |
gen. | για |
time-sharing | |
econ. | χρονομεριστική ιδιοκτησία |
| |||
επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος | |||
εργαλεία | |||
| |||
επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος | |||
| |||
Εργασία (A field that contains a contact's business phone number) | |||
English thesaurus | |||
| |||
bus. (Vosoni) | |||
biz | |||
bizzo ("mind your own bizzo") | |||
bidness (railwayman) |
business: 632 phrases in 39 subjects |