time release | |
commun. el. | διακόπτης επιβράδυνσης; συσκευή επιβράδυνσης; χρονοδιακόπτης |
Unit | |
med. | μονάδα; τμήμα |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
mater.sc. | μονάδα πυρόσβεσης |
barostatic: 4 phrases in 3 subjects |
Life sciences | 2 |
Mechanic engineering | 1 |
Medical | 1 |