| |||
ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; πιστωτικό χρήμα; χαρτονόμισμα; χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης | |||
English thesaurus | |||
| |||
bill (брит. Bobrovska) |
bank note: 6 phrases in 4 subjects |
Banking | 1 |
Communications | 1 |
Economy | 1 |
Finances | 3 |