balloon | |
comp., MS | συννεφάκι |
hobby | μικρό μπαλλόνι |
industr. construct. | κουβαρίστρα |
med. | αεροθάλαμος; μπαλόνι |
transp. avia. | αερόστατο |
ballooning | |
industr. construct. | σακούλιασμα; μπαλονάρισμα |
med. | χειρουργική διάτασις μιας σωματικής κοιλότητος με την εισαγωγή αέρα για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς |
cluster | |
stat. | ομάδα ή συστάδα |
| |||
συννεφάκι (A small pop-up window that informs users of a non-critical problem or special condition in a control) | |||
μικρό μπαλλόνι | |||
κουβαρίστρα | |||
αεροθάλαμος; μπαλόνι | |||
αερόστατο | |||
| |||
σακούλιασμα; μπαλονάρισμα; κουβαρίστρα | |||
χειρουργική διάτασις μιας σωματικής κοιλότητος με την εισαγωγή αέρα για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς; πνευμονικόν εμφύσημα | |||
διόγκωσις του περιβλήματος | |||
English thesaurus | |||
| |||
b | |||
A non-power-driven lighter-than-air aircraft | |||
bln |
balloon: 84 phrases in 16 subjects |