avalanche | |
earth.sc. | καταιγισμός; χιονοστιβάδα; χιονοστιβάδες |
el. | ιονισμός κρούσεως; ιονισμός με κρούση |
environ. | χιονοστιβάδα |
IT el. | κατολίσθηση |
induced | |
med. | επαγωγικός; προκλητός; τεχνητός |
dispersion | |
environ. | διασπορά |
| |||
αύξησις αιολικής διαβρώσεως λόγω κρούσεως καταπιπτόντων τεμαχιδίων | |||
| |||
καταιγισμός; χιονοστιβάδα; χιονοστιβάδες | |||
ιονισμός κρούσεως; ιονισμός με κρούση | |||
κατολίσθηση | |||
| |||
χιονοστιβάδα |
avalanche induced: 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |