automate | |
IT | αυτοματοποιώ |
telephone line | |
commun. | τηλεφωνική γραμμή; τηλεφωνικές γραμμές; γραμμή κέντρου πόλεως; γραμμή συνδρομητή; συνδρομητική γραμμή; συνδρομιτικός βρόχος |
addressing system | |
IT | σύστημα προσδιορισμού με διεύθυνση; σύστημα διευθυνσιοδότησης |
| |||
αυτοματοποιώ |
automated telephone: 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |