car | |
astronaut. transp. | Αεροδυναμικό κάλυμμα κινητήρα |
fin. | φορτίο; όχημα |
mech.eng. | θάλαμος |
tax. transp. mil., grnd.forc. | επιβατικό όχημα ιδιωτικής χρήσης |
transp. | αυτοκίνητο; επιβατικό αυτοκίνητο; σκάφος αερόπλοιου; σιδηροδρομικό όχημα |
expert | |
law lab.law. | ειδικευμένος εργάτης |