asymmetrical double glazing | |
transp. tech. law | ασύμμετρο διπλό τζάμι; ασύμμετρο διπλό υαλοστάσιο; μονάδα με ασύμμετρο διπλό τζάμι |
Unit | |
med. | μονάδα; τμήμα |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
mater.sc. | μονάδα πυρόσβεσης |
med. | μονάδα; οντότητα |
| |||
ασύμμετρο διπλό τζάμι; ασύμμετρο διπλό υαλοστάσιο; μονάδα με ασύμμετρο διπλό τζάμι |
asymmetrical double-glazed: 4 phrases in 1 subject |
Transport | 4 |