![]() |
annual | |
gen. | ετήσια; ετήσιο; ετήσιος |
commun. | επετηρίδα |
progress report | |
gen. | έκθεση για τη σημειωθείσα πρόοδο; περιοδική έκθεση για την πρόοδο που σημειώνεται όσον αφορά την προσχώρηση |
commun. gen. | έκθεση έργου |
econ. | έκθεση προόδου |
| |||
επετηρίδα | |||
ετήσιο φυτό; μονοετές φυτό | |||
| |||
ετήσια; ετήσιο; ετήσιος | |||
English thesaurus | |||
| |||
ann | |||
a | |||
an | |||
ann. |
annual: 334 phrases in 42 subjects |