angular position | |
el. | γωνιακή θέση |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
γωνιακή θέση |
angular position: 4 phrases in 2 subjects |
Electronics | 2 |
Natural sciences | 2 |