alternating current | |
med. | εναλλασσόμενο ρεύμα |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
εναλλασσόμενο ρεύμα | |||
ΕΡ; εναλασσόμενο ρεύμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
a.c. | |||
AC current (MichaelBurov) | |||
a-c | |||
| |||
AC (ac, see also DC) | |||
AC (ac, see also) | |||
| |||
a.-c. |
alternating current circuit: 7 phrases in 2 subjects |
Electronics | 4 |
Transport | 3 |