| |||
παροχή; χορήγηση; αποζημίωση | |||
αποζημίωσηεις; απαλλαγή; βοήθημα; έκπτωση; επίδομα; αποζημίωσηεις/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση | |||
αποζημιώσεις | |||
υπερδιάσταση | |||
επιχορήγηση | |||
ελάχιστο διάκενο; μέγιστη σύσφιξη | |||
| |||
απόβαρο | |||
English thesaurus | |||
| |||
allow; alw |
allowance: 514 phrases in 41 subjects |