size | |
commun. | κόλλημα |
industr. construct. | κολλάρισμα; κόλλα; κόλλα υφάσματος |
industr. construct. chem. | κολλαρίζω; προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως |
med. | ταξινομώ κατά μέγεθος ταξινόμησα; μέγεθος; διάσταση |
nat.sc. | διαμέτρημα |
English thesaurus | |||
| |||
allocation unit (ssn) |
allocation: 269 phrases in 25 subjects |