aerial feed | |
commun. | κεραία διέγερσης; κεραία κατόπτρου; κεραία τροφοδότησης; τροφοδοτική κεραία |
point | |
environ. | σημείο; αιχμή; βαθμός; βελόνα; σταθμός; στιγμή |
impedance | |
life.sc. el. | αντíσταση ροής |
| |||
κεραία διέγερσης; κεραία κατόπτρου; κεραία τροφοδότησης; τροφοδοτική κεραία |
aerial feed: 3 phrases in 1 subject |
Communications | 3 |