adverse | |
gen. | αντίξοη; αντίξοο; αντίξοος |
minimum | |
gen. | ελάχιστη; ελάχιστος |
life.sc. environ. | ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος |
med. | ελάχιστο; μίνιμουμ |
nat.sc. | ελάχιστη ηλιακή δραστηριότητα |
| |||
αντίξοη; αντίξοο; αντίξοος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv |
adverse: 77 phrases in 18 subjects |