adjustment | |
econ. | συμψηφισμός |
fin. | προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου |
med. | προσαρμογή; ρύθμιση; διευθέτηση |
of | |
gen. | από |
capacity | |
commun. transp. | κυκλοφοριακή ικανότητα |
comp., MS | χωρητικότητα |
| |||
συμψηφισμός | |||
προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου | |||
προσαρμογή; ρύθμιση; διευθέτηση | |||
| |||
λογιστικοί διακανονισμοί | |||
English thesaurus | |||
| |||
adj. | |||
adj |
adjustment: 436 phrases in 38 subjects |