adaptive | |
med. | προσαρμοστικός |
polarization | |
el. | πόλωση εκφυλισμένου ρυθμού; πολωμένη προσαρμογή; πολοθέτηση |
shaping | |
chem. | σχηματοποίηση |
construct. | διάστρωση |
industr. construct. | διαμόρφωση; σχηματισμός; φορμάρισμα |
| |||
προσαρμοστικός |
adaptive: 103 phrases in 15 subjects |