acquisition | |
busin. labor.org. | συγχώνευση δι'απορροφήσεως |
commun. | επίκτηση |
fin. econ. | εξαγορά |
of | |
gen. | από |
citizenship | |
priv.int.law. | εθνικότητα; ιθαγένεια; υπηκοότητα |
| |||
επίκτηση | |||
εξαγορά | |||
απόκτηση | |||
| |||
συγχώνευση δι'απορροφήσεως | |||
English thesaurus | |||
| |||
acqn; acquis; aq |
acquisition: 162 phrases in 29 subjects |