acceptance | |
construct. | κατακύρωσις |
econ. fin. | συναλλαγματική προς αποδοχή; τίτλος αποδοχής |
fin. | αποδοχή; γραμμάτιο τράπεζας; συναλλαγματική με αποδοχή ή οπισθογράφηση τράπεζας; τραπεζική συναλλαγματική |
tech. mater.sc. | έγκριση; παραδοχή |
commissions | |
gen. | προμήθειες |
| |||
κατακύρωσις | |||
αποδοχή; γραμμάτιο τράπεζας; συναλλαγματική με αποδοχή ή οπισθογράφηση τράπεζας; τραπεζική συναλλαγματική | |||
έγκριση; παραδοχή | |||
παραλαβή | |||
| |||
συναλλαγματική προς αποδοχή; τίτλος αποδοχής | |||
English thesaurus | |||
| |||
acc; acce; acpt; acception; acceptation | |||
bankers acceptance | |||
acc. | |||
accpt |
acceptance commission: 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |