acceleration | |
med. | επιτάχυνση; αύξηση ρυθμού |
count | |
gen. | μέτρημα; μετρώ; μέτρηση παλμών |
industr. construct. | καταμέτρηση των φύλλων |
stat. | αρίθμηση; υπολογισμός |
counting | |
industr. construct. | μέτρηση τίτλου |
IT mater.sc. | μέτρηση |
| |||
επιτάχυνση; αύξηση ρυθμού | |||
English thesaurus | |||
| |||
acc | |||
a |
acceleration: 155 phrases in 18 subjects |