DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
absenteeism ['æbs(ə)n'ti:ɪz(ə)m] n
econ. συστηματική απουσία από την εργασία
lab.law. απουσία λόγω ασθενείας; απουσία μισθωτού
law, lab.law. απουσιασμός; αποχή κατ'επανάληψη; συχνή έλλειψη; συχνή απουσία
absenteeism: 6 phrases in 4 subjects
Employment1
Labor law2
Law2
Social science1