absence | |
med. | απουσία; ανυπαρξία; έλλειψη; αφηρημάδα της επιληψίας; πρόσκαιρος απώλεια της συνειδήσεως |
of | |
gen. | από |
gravity | |
med. | βαρύτητα; βαρυτική δύναμη |
| |||
απουσία; ανυπαρξία; έλλειψη | |||
| |||
αφηρημάδα της επιληψίας; πρόσκαιρος απώλεια της συνειδήσεως | |||
English thesaurus | |||
| |||
abs |
absence: 64 phrases in 18 subjects |