worker | |
agric. | εργάτης; εργάτρια μέλισσα |
econ. | εργαζόμενος |
lab.law. | εργαζόμενος; μισθωτός εργαζόμενος |
adjustment | |
fin. | προσαρμογή τιμής τίτλου |
med. | προσαρμογή; ρύθμιση |
and | |
gen. | και |
retraining | |
ed. | επαναπροσανατολισμός |
notification | |
environ. | κοινοποίηση |
| |||
εργάτης; εργάτρια μέλισσα | |||
εργαζόμενος; μισθωτός εργαζόμενος | |||
| |||
εργαζόμενοι; εργατικό δυναμικό | |||
| |||
εργαζόμενος (ΕE) | |||
English thesaurus | |||
| |||
w (Vosoni) | |||
no abbreviation used |
Worker: 540 phrases in 29 subjects |