voluntary | |
gen. | εθελοντική; εθελοντικό |
withdrawal | |
construct. | απόληψη νερού από τον ταμιευτήρα |
fin. | ενέργεια απόσυρσης |
insur. | αποχώρησις; παραίτησις |
law | αποχώρηση |
| |||
εθελοντική; εθελοντικό | |||
εθελοντικός; αυθόρμητος; εκούσιος | |||
English thesaurus | |||
| |||
voly |
Voluntary: 178 phrases in 30 subjects |