voluntary organisation | |
econ. | εθελοντική οργάνωση |
econ. social.sc. | κοινωφελής οργανισμός |
in | |
gen. | μέσα; σε |
community | |
comp., MS | κοινότητα |
environ. | Κοινότητα |
health. | κοινότης |
life.sc. environ. nat.res. | οικολογική κοινότητα |
enterprise | |
comp., MS | επιχείρηση |
| |||
εθελοντική οργάνωση | |||
κοινωφελής οργανισμός | |||
οργανισμός εθελοντικής παροχής υπηρεσιών; ευαγής οργάνωση |
Voluntary Organization In Community: 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |