trade | |
gen. | εμπορεύομαι |
environ. | εμπόριο; εμπορική δραστηριότητα; επάγγελμα; επιτήδευμα; εμπόριο |
fin. | συναλλαγή; διαπραγμάτευση |
law account. environ. | διαμεσολαβητικό εμπόριο; εμπόριο |
order | |
fin. | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
| |||
εμπορεύομαι | |||
διαμεσολαβητικό εμπόριο | |||
| |||
διακινώ | |||
| |||
συναλλαγή; διαπραγμάτευση | |||
εμπόριο | |||
ειδικευμένη εργασία | |||
| |||
εμπορική δραστηριότητα; επάγγελμα; επιτήδευμα | |||
| |||
εμπόριο | |||
| |||
εμπόριο | |||
English thesaurus | |||
| |||
Training Devices and Equipment | |||
Toolkit For Requirements And Design Engineering | |||
training device | |||
tracking radar angle deception equipment |
Trade: 1412 phrases in 53 subjects |