infertility | |
agric. | ατελής γονιμοποίηση; ελαττωματική γονιμοποίηση |
health. | αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο; αδυναμία τεκνοποίησης με φυσικό τρόπο |
med. | αγονία; στείρωση; στειρότητα; ακαρπία |
Medium | |
comp., MS | Μεσαίο μέγεθος |
of | |
gen. | από |
exchange | |
gen. | ανταλλάσσω |