stoke | |
transp. | τροφοδοτώ τη φωτιά; προσέχω τη φωτιά; επιβλέπω τη φωτιά |
parameter | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
| |||
τροφοδοτώ τη φωτιά; προσέχω τη φωτιά; επιβλέπω τη φωτιά | |||
| |||
επίβλεψη και τροφοδοσία της πυράς |
Stokes: 44 phrases in 5 subjects |
Earth sciences | 1 |
Immigration and citizenship | 2 |
Medical | 39 |
Physical sciences | 1 |
Scientific | 1 |