![]() |
statistic | |
math. | στατιστικές; στατιστικό; στατιστικό δείγμα |
statistics | |
environ. | στατιστική/στατιστικά στοιχεία; στατιστικά στοιχεία |
med. | στατιστική |
department | |
econ. | διαμέρισμα |
| |||
στατιστικές; στατιστικό; στατιστικό δείγμα | |||
| |||
στατιστική/στατιστικά στοιχεία | |||
στατιστική | |||
στατιστικό; στατιστικό δείγμα; στατιστικά μεγέθη; στατιστικές; στατιστικοί δείκτες | |||
| |||
στατιστικά στοιχεία | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat | |||
| |||
STATISTIQUES |
Statistics Department: 1 phrase in 1 subject |
Statistics | 1 |