back | |
chem. | εξωτερική πτύχωση |
commun. | κατασκευάζω την ράχη βιβλίου; κυρτώνω την ράχη βιβλίου |
construct. | πίσω όψη; όψη σφράγισης |
industr. construct. | πυθμένας |
life.sc. | αναστρέφομαι; ανακρούω |
med. | πλάτη; ράχη |
Piggy Back: 2 phrases in 1 subject |
Law | 2 |