orbiting satellite | |
el. | τροχιακός δορυφόρος |
carry | |
gen. | φέρω |
el. | κρατούμενο; μεταφορά πληροφορίας |
fin. | μεταφέρω |
IT | μεταφορά κρατουμένου; μεταφέρω κρατούμενο; μεταφέρω κρατούμενο ψηφίο |
market. fin. | διατήρηση αποθέματος; κόστος διατήρησης αποθέματος εμπορευμάτων |
amateur | |
gen. | ερασιτεχνική |
radio | |
environ. | ραδιόφωνο |
| |||
τροχιακός δορυφόρος |
Orbiting Satellite: 4 phrases in 2 subjects |
Communications | 1 |
Electronics | 3 |