mechanical | |
gen. | μηχανική; μηχανικό |
forestr. | μηχανικός ξυλοπολτός |
static | |
comp., MS | στατικός |
el. | ηλεκτροστατικό φορτίο; ηλεκτροστατική φόρτιση |
med. | στατικός; ακίνητος; αμετακίνητος |
| |||
μηχανική; μηχανικό | |||
μηχανικός | |||
| |||
μηχανικός ξυλοπολτός | |||
English thesaurus | |||
| |||
mech | |||
mecha; meh-ka | |||
muzzle hatch |
Mechanical: 83 phrases in 22 subjects |