marketing | |
commer. | μάρκετινγκ; μελέτη αγοράς |
econ. | εμπορία |
center | |
construct. | ικρίωμα |
mech.eng. | κεντράρω; οπή κεντραρίσματος |
transp. mech.eng. | κέντρο |
work.fl. | τομεακό κέντρο |
| |||
μάρκετινγκ; μελέτη αγοράς αγοραλογία | |||
εμπορία | |||
εμπορία/διάθεση στην αγορά/αγοραστική μάρκετινγκ | |||
| |||
διάθεση στην αγορά |
Marketing: 164 phrases in 21 subjects |