level of service | |
transp. | στάθμη εξυπηρέτησης; επίπεδο εξυπηρέτησης |
tracking system | |
gen. | σύστημα ανίχνευσης; σύστημα παρακολούθησης στόχου |
transp. | σύστημα παρακολούθησης μέσω δορυφόρου |
| |||
στάθμη εξυπηρέτησης; επίπεδο εξυπηρέτησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
LOS |
Level of Service: 3 phrases in 2 subjects |
General | 1 |
Transport | 2 |