multiplier | |
gen. | πυρήνας |
agric. | ίδρυμα ασχολούμενο με τον πολλαπλασιασμό; ίδρυμα παραγωγής; ίδρυμα σποροπαραγωγής |
comp., MS | πολλαπλασιαστής |
mech.eng. el. | πολλαπλασιαστής ταχύτητας |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα |
Lagrangean: 3 phrases in 1 subject |
Mathematics | 3 |