integrate | |
gen. | εντάσσω |
pollution prevention | |
environ. | πρόληψη της ρύπανσης; πρόληψη της ρύπανσης |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
Integrated: 639 phrases in 43 subjects |