DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
infertility ['ɪnfɜ:'tɪlɪtɪ] n
agric. ατελής γονιμοποίηση; ελαττωματική γονιμοποίηση
health. αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο; αδυναμία τεκνοποίησης με φυσικό τρόπο
med. αγονία; στείρωση; στειρότητα; ακαρπία
social.sc., health. αφορία
Infertility: 9 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Health care3
Medical3
Statistics2