european | |
gen. | ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός |
disability | |
law pharma. transp. | μειονεξία |
med. | ανικανότητα |
social.sc. health. | αναπηρία; ανεπάρκεια |
strategy | |
stat. | στρατηγική |
| |||
ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Eur; Euro | |||
E |
European: 4623 phrases in 78 subjects |