employer | |
gen. | υπάλληλος |
econ. | εργοδότης |
fin. lab.law. | εργαζόμενος |
employers | |
account. | εργοδότες |
representative | |
gen. | αντιπροσωπευτική; αντιπροσωπευτικό; αντιπροσωπευτικός |
fin. | αντιπρόσωπος |
immigr. | εκπρόσωπος |
| |||
υπάλληλος | |||
εργοδότης | |||
εργαζόμενος | |||
| |||
εργοδότες περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολουμένων | |||
| |||
εργοδοσία |
Employer's Representative: 1 phrase in 1 subject |
Labor law | 1 |