economic | |
gen. | οικονομική; οικονομικό; οικονομικός |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
scientific policy | |
environ. | πολιτική στον τομέα των επιστημών; πολιτική στον τομέα των επιστημών |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
econ. | υπηρεσία |
law | επιδόσεις |
| |||
οικονομική; οικονομικό; οικονομικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
eco; econ | |||
| |||
E |
Economic: 1078 phrases in 43 subjects |