wagon | |
agric. construct. | ανατρεπόμενον ρυμουλκούμενον |
forestr. | βαγόνι; ανατρεπόμενο όχημα |
pool | |
fin. | συνδικάτο διάθεσης χρεωγράφων; όμιλος δεσμευτικής ανάληψης; όμιλος διάθεσης χρεωγράφων; όμιλος οριστικής ανάληψης |
English thesaurus | |||
| |||
European Railway Wagon Pool |
EUROP: 7 phrases in 1 subject |
Transport | 7 |