patent | |
gen. | ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
econ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
environ. | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law work.fl. | έγγραφο ευρεσιτεχνίας; προδιαγραφή ευρεσιτεχνίας |
med. | ευρεσιτεχνία; πατεντάρω πατεντάρισα; κατοχυρώνω με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας; πατέντα |
Deutsche: 4 phrases in 2 subjects |
Economy | 3 |
Finances | 1 |