laser | |
commun. phys.sc. el. | μέιζερ; μικροκυματική ενίσχυση με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας; παραμαγνητικός ενισχυτής |
environ. | λέιζερ |
med. | λέιζερ |
pharma. transp. environ. | λέιζερ |
Compton: 8 phrases in 2 subjects |
Medical | 1 |
Physical sciences | 7 |