clinical trial | |
pharma. | κλινική δοκιμή |
leader | |
commun. el. | δείκτης πέρατος; πίσω περιθώριο μαγνητικής ταινίας |
comp., MS | προεδρεύων |
earth.sc. life.sc. | μέτωπο εκκένωσης |
fin. | κύριος ασφαλιστής |
fish.farm. | δίχτυ οδηγός |
med. | οδηγός |
Clinical Trial: 2 phrases in 2 subjects |
Health care | 1 |
Pharmacy and pharmacology | 1 |