code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
File | |
comp., MS | Αρχείο |
English thesaurus | |||
| |||
C-- (Sphinx C-- Vosoni) | |||
| |||
C (Watcom C/C++ Vosoni) |
C language: 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |