beneficiary | |
gen. | δικαιούχος,δωρεοδόχος |
agric. | δικαιούχος |
fin. proced.law. econ. | δικαιούχος πληρωμής |
insur. | δικαιούχος; δικαιούχος παροχής |
law econ. | δικαιούχος trust |
social.sc. | δικαιούχος κοινωνικών επιδομάτων |
State | |
econ. | κράτος |
state | |
gen. | δηλώνω |
| |||
δικαιούχος,δωρεοδόχος | |||
δικαιούχος παροχής | |||
δικαιούχος πληρωμής | |||
δικαιούχος; δικαιούχος παροχής | |||
δικαιούχος trust | |||
δικαιούχος κοινωνικών επιδομάτων | |||
δικαιούχος παροχών | |||
English thesaurus | |||
| |||
holder of a benefice | |||
| |||
benef | |||
Someone who gets something from a trust; someone who gets something from a trust |
Beneficiary state: 1 phrase in 1 subject |
Marketing | 1 |