attitude control | |
el. | έλεγχος προσανατολισμού |
mech.eng. | έλεγχος στάσης πρόνευσης |
Unit | |
med. | μονάδα; τμήμα |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
mater.sc. | μονάδα πυρόσβεσης |
| |||
έλεγχος προσανατολισμού | |||
έλεγχος στάσης πρόνευσης | |||
επιλογή στάσεως; οδήγηση; πηδαλιούχηση |
Attitude Control: 10 phrases in 3 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 3 |
Transport | 3 |