additional resource | |
fin. | συμπληρωματικός πόρος |
fin. econ. | ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕ |
charge | |
gen. | χρεώνω; κατηγορώ |
earth.sc. | γόμωση |
econ. | κατηγορία για αδίκημα |
fin. | βαρύνω περιουσιακό στοιχείο για εξασφάλιση χρεών |
industr. construct. met. | μίγμα |
med. | προσθήκη |
| |||
συμπληρωματικός πόρος | |||
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕ | |||
| |||
πρόσθετοι πόροι |
Additional Resource: 3 phrases in 1 subject |
Finances | 3 |